-
1 минеральный
1. (являющийся минералом, состоящий из минералов) ορυκτός 2. (содержащий минералы) μεταλλικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > минеральный
-
2 белковый
επ.λευκωματώδης, -τούχος•белковый ые вещества λευκωματούχες ουσίες.
-
3 бризантный
επ.εκρηκτικός•-ые вещества εκρηκτικές ουσίες•
бризантный снаряд εκρηκτικό βλήμα.
-
4 взрывчатый
επ.εκρηκτικός•-ые вещества εκρηκτικές ουσίες.
-
5 коллоидный
επ.κολλοειδής•-ое свойство κολλοειδής ιδιότητα•
коллоидный раствор κολλοειδές διάλυμα•
-ые вещества κολλοειδείς ουσίες.
-
6 красильный
επ.βαφικός, χρωματιστικός, χρω. στικός•-ые вещества χρωστικές ουσίες.
ουσ. θ. -аяβλ. красильня. -
7 минеральный
επ.ορυκτός, μεταλλικός•-ые вещества μεταλλικές ουσίες•
-ое топливо ορυκτέλαιο καύσιμο•
-ая вода μεταλλικό νερό•
минеральный источник πηγή μεταλλικού νερού•
-ые богатства ορυκτός πλούτος•
-ое масло ορυκτέλαιο.
-
8 неорганический
επ.ανόργανος•-ие вещества ανόργανες ουσίες•
-ая химия ανόργανη χημεία•
-ие удобрения τεχνητά λιπάσματα.
-
9 обеззараживающий
επ. από μτχ.απολυμαντικός•-ие вещества απολυμαντικές ουσίες.
-
10 обесцвечивающий
επ. από μτχ.αποχρωστικός•-ие вещества αποχρωστικές ουσίες.
-
11 органический
επ.οργανικός•-ые вещества οργανικές ουσίες•
-ие остатки οργανικά λείψανα•
-ая потребность οργανική ανάγκη•
-ое целое οργανικό ενιαίο όλο.
|| στενά συνδεμένος•-ое единство теории и практики στενή σύνδεση θεωρίας και πρακτικής.
εκφρ.- ая химия – οργανική χημεία. -
12 отравляющий
επ. από μτχ.δηλητηριώδης•-ие вещества δηλητηριώδεις ουσίες.
-
13 питательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. (τεχ.) τροφοδοτικός.2. θρεπτικός•-ые вещества θρεπτικές ουσίες.
3. χορταστικός, πλούσιος•питательный стол πλούσιο τραπέζι.
εκφρ.- ая среда – (κυρλξ. κ. μτφ.) περιβάλλον ανά-θρεψης. -
14 реактивный
επ.1. (χημ.) αντιδραστικός, αντενεργητ ικός•-ые вещества αντιδραστικές ουσίες.
2. (φυσιολ.)• αντιδραστικός•-ое движение αντιδραστική κίνηση, πρόωση.
|| πυραυλοκίνητος• αεριοπροωθούμενος•реактивный самолт αεριοπροωθούμενο αεροπλάνο•
-ые снаряды πυραυλικά (πυραυλοκίνητα) βλήματα.
-
15 сложный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. σύνθετος• πολυμερής•-ые вещества σύνθετες ουσίες•
-ое слово σύνθετη λέξη•
- ое предложение (γραμμ.) σύνθετη πρόταση•
-ое число ο συμμιγής αριθμός.
2. πολύπλοκος, πολυσχιδής, πολυσύνθετος•сложный вопрос πολύπλοκο ζήτημα.
|| δαιδαλώδης, λαβυρ ινθώδης.3. δύσκολος, δυσχερής, δυσκολοκατόρθωτος•-ая операция δϋκολη εγχείριση•
-ая задача δύσκολο πρόβλημα.
-
16 удобрительный
επ.λιπαντικός, της λίπανσης (του εδάφους)•-ые вещества λιπαντικές ουσίες•
удобрительный смесь λιπαντικό μείγμα.
-
17 ферментативный
επ.του ένζυμου, του φυράματος•-ые вещества ζυμωτικές ουσίες.
-
18 чихательный
επ.φταρνικός, φταρμογόνος•-ые вещества φταρνικες ουσίες•
чихательный газ φταρ-μογόνο αέριο.
-
19 ароматный
аромат||ныйприл ἀρωματώδης, ἀρωματικός, μυρωδάτος:\ароматныйи́чес-кие вещества οἱ ἀρωματικές οὐσίες. -
20 мниеральный
мниеральн||ыйприл ὀρυκτός, μεταλλικός:\мниеральныйая вода τό μεταλλικό νερό· \мниеральныйые вещества οἱ μεταλλικές οὐσίες· \мниеральныйое масло τό ὀρυκτέλαιο[ν]· \мниеральныйые удобрения χά χημικά λιπάσματα.
- 1
- 2